coupon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

coupon (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

coupon < couper

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ku.pɔ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
coupon coupons

coupon (fr) αρσενικό

  1. το τελευταίο μέρος ενός υφάσματος
  2. ένα ρουλό από ύφασμα
  3. το κουπόνι

Σύνθετα[επεξεργασία]