couture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: couturé

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
couture coutures

couture (fr) θηλυκό

  1. η ραπτική
  2. η ραφή
  3. η μοδιστρική
  4. το ράψιμο
  5. επιμήκης ουλή

Συγγενικά[επεξεργασία]