crème

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

crème < παλαιά γαλλική cresme

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kʁɛm/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
crème crèmes

crème (fr) αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
crème crèmes

crème (fr) θηλυκό

  1. η κρέμα
  2. (οικείο) εύκολη δουλειά
  3. (οικείο) ο καλύτερος σε έναν τομέα