credence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
credence (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο)
- η πίστη σε κάτι ως αληθινό
- ↪ Don’t give credence to rumors.
- Μη δίνεις πίστη σε φήμες/σε διαδόσεις.
- ↪ I don’t give credence to his words.
- Δε δίνω πίστη στα λεγόμενά του/στα λόγια του.
- ↪ Don’t give credence to rumors.