croix
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
croix | croix |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]croix (fr) θηλυκό άκλιτο
- ο σταυρός
- (χριστιανισμός) ο σταυρός
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
croix | croix |
croix (fr) θηλυκό άκλιτο