crumble

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας crumble
γ΄ ενικό ενεστώτα crumbles
αόριστος crumbled
παθητική μετοχή crumbled
ενεργητική μετοχή crumbling

crumble (en)

  • (αμετάβατο) ερειπώνομαι, πέφτω
    Most of the village’s houses crumbled in the earthquake.
    Τα περισσότερα σπίτια του χωριού ερειπώθηκαν με το σεισμό.
    castles/walls which crumble gradually - κάστρα/τοίχοι που πέφτουν σιγά-σιγά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fall