curious

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός curious
συγκριτικός more curious
υπερθετικός most curious

Επίθετο[επεξεργασία]

curious (en)

  1. περίεργος, αδιάκριτος
    I’m curious to know where he went.
    Είμαι περίεργος να μάθω πού πήγε.
    I don’t want curious eyes to see it.
    Δε θέλω να το δούνε περίεργα μάτια.
     συνώνυμα: inquisitive
  2. περίεργος, παράξενος
    He has curious views on marriage.
    Έχει περίεργες αντιλήψεις για το γάμο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη strange

Πηγές[επεξεργασία]