customize

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας customize
γ΄ ενικό ενεστώτα customizes
αόριστος customized
παθητική μετοχή customized
ενεργητική μετοχή customizing

Ετυμολογία [επεξεργασία]

customize < custom + -ize

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkʌst.ə.maɪ̯z/

Ρήμα[επεξεργασία]

customize (en)