déflorer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]déflorer (fr)
- (παρωχημένο) αφαιρώ τα άνθη ενός φυτού
- ≈ συνώνυμα: défleurir
- → δείτε και τις λέξεις défleurir και défloration
- (μεταφορικά) αφαιρώ/καταστρέφω τη νεότητα, τη φρεσκάδα (από κάτι)
- διακορεύω
- ≈ συνώνυμα: dépuceler (οικείο)
- → και δείτε τη λέξη défloraison