déminage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

déminage < déminer

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /de.mi.naʒ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
déminage déminages

déminage (fr) αρσενικό

  1. η αφαίρεση των ναρκών ενός πεδίου, η αποναρκοθέτηση
  2. η ναρκαλιεία

Συγγενικά[επεξεργασία]