démotique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.mɔ.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
démotique démotiques

démotique (fr) αρσενικό ή θηλυκό