détachement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
détachement détachements

détachement (fr) αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) το άγημα, το απόσπασμα
  2. η απόσπαση