daily

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
daily < day + -ly

Επίθετο

[επεξεργασία]

daily (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. καθημερινός
  2. ημερήσιος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

daily (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
daily dailies

daily (en)