dearly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | dearly |
συγκριτικός | more dearly |
υπερθετικός | most dearly |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
dearly (en)
- ακριβά, με τρόπο που προκαλεί πολύ πόνο, δυσκολία ή ζημιά ή που κοστίζει πολλά χρήματα
- ↪ He paid dearly for his recklessness.
- Πλήρωσε ακριβά την απερισκεψία του.
- ↪ He paid dearly for his recklessness.