decide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | decide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | decides |
αόριστος | decided |
παθητική μετοχή | decided |
ενεργητική μετοχή | deciding |
Ρήμα[επεξεργασία]
decide (en)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
decide (ro)