defeat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
defeat defeats

defeat (en)

ενεστώτας defeat
γ΄ ενικό ενεστώτα defeats
αόριστος defeated
παθητική μετοχή defeated
ενεργητική μετοχή defeating

defeat (en)