deleo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

deleo < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

deleo (la)

  1. εξαλείφω, αφανίζω
  2. καταστρέφω
  3. σκοτώνω

Κλίση[επεξεργασία]