departure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
departure departures

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

departure (en)

  • η αναχώρηση
    There has been a notable delay in the departure of the train.
    Σημειώθηκε κάποια επιβράδυνση στην αναχώρηση του τρένου.

Πηγές[επεξεργασία]