die laughing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
die laughing < → δείτε τις λέξεις die και laughing

Έκφραση

[επεξεργασία]

die laughing (en)

  • (ιδιωματισμός) ξεκαρδίζομαι (στα γέλια)
    The children died laughing when I slipped on the banana peel.
    Τα παιδιά ξεκαρδίστηκαν (στα γέλια) όταν γλίστρησα στη μπανανόφλουδα.