disenfranchise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας disenfranchise
γ΄ ενικό ενεστώτα disenfranchises
αόριστος disenfranchised
παθητική μετοχή disenfranchised
ενεργητική μετοχή disenfranchising

disenfranchise (en)

  1. αποστερώ δικαίωμα ψήφου
  2. αποστερώ δικαίωμα ή προνόμιο
  3. αποστερώ δικαίωμα κοινότητας να αντιπροσωπεύεται στο κοινοβούλιο
  4. (μεταφορικά) αποξενώνομαι από τον πολίτη ως πολιτικός και δεν τον εκπροσωπώ με αποτέλεσμα να μην έχει λόγο στα πράγματα