divisible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

divisible (en)

  1. διαιρετός, διαιρέσιμος



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
divisible divisibles

Επίθετο[επεξεργασία]

divisible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (μαθηματικά) διαιρετός
  2. διαιρέσιμος

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη diviser



Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

divisible (es) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (μαθηματικά) διαιρετός, διαιρετέος
  2. διαιρέσιμος