doba
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- doba < πρωτοσλαβική doba
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
doba (pl) θηλυκό
- το ημερονύχτιο, το εικοσιτετράωρο
- (μεταφορικά) η εποχή, η περίοδος
Παράγωγα[επεξεργασία]
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
doba (sr)
- λατινική γραφή του доба
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- doba < πρωτοσλαβική doba
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
doba (cs) θηλυκό