doctor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

doctor < (κληρονομημένο) μέση αγγλική doctor (ο ειδήμων, ο ειδικός σε κάποιο αντικείμενο) < μέση αγγλική doctour < αγγλονορμανδική doctour < λατινική doctor (δάσκαλος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈdɒktə/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
doctor doctors

doctor (en)

  1. (ιατρική, επάγγελμα) ο/η γιατρός
    The doctor cured him of the ulcer.
    Ο γιατρός τον θεράπευσε από το έλκος.
  2. ο/η διδάκτορας, ο επιστήμονας που κατέχει διδακτορικό τίτλο
    Διδάκτορα Φιλοσοφίας - Doctor of Philosophy

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας doctor
γ΄ ενικό ενεστώτα doctors
αόριστος doctored
παθητική μετοχή doctored
ενεργητική μετοχή doctoring

doctor (en)

  1. παραποιώ, νοθεύω, αλλάζω κάτι για να ξεγελάσω κάποιον
    They doctored the accounts.
    Παραποίησαν/Νόθεψαν τους λογαριασμούς.
  2. νοθεύω, προσθέτω κάτι επιβλαβές σε φαγητό ή ποτό
    They doctored the wine.
    Νόθεψαν το κρασί.

Πηγές[επεξεργασία]



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα


Πηγές[επεξεργασία]



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

doctor (ro) αρσενικό

Κλίση[επεξεργασία]