doctrine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

doctrine (en)

  • δόγμα (εκκλησιαστικό ή φιλοσοφικό)


      ενικός         πληθυντικός  
doctrine doctrines

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

doctrine (fr) θηλυκό