doggone

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

doggone

Επίθετο

[επεξεργασία]

doggone

  • το αναθεματισμένο, το γαμημένο, το διαολεμένο, το μπάσταρδο, το μαλακισμένο