drachma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]drachma (en)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]drachma (la)
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | drachma | drachmae |
γενική | drachmae | drachmārum |
δοτική | drachmae | drachmīs |
αιτιατική | drachmam | drachmās |
κλητική | drachma | drachmae |
αφαιρετική | drachmā | drachmīs |
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]drachma (pl)