duttile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

duttile < λατινική ductĭlis

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
duttile duttili

duttile (it) αρσενικό

  1. εύκαμπτος
  2. (μεταφορικά) υποχωρητικός

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]