editor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

editor (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
editor editores

editor (pt) αρσενικό