education

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

education < μέση γαλλική éducation < λατινική educatio (ανατρέφω) < educo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

education (en)

  • η παιδεία, η εκπαίδευση
    The bill on education incited violent reactions.
    Το νομοσχέδιο για την παιδεία ξεσήκωσε βίαιες αντιδράσεις.
    compulsory/free education - υποχρεωτική/δωρεάν εκπαίδευση

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]