either

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈaɪð.ə(ɹ)/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /ˈiːð.ə(ɹ)/ (αμερικανικό)
 

Αντωνυμία[επεξεργασία]

either (en)

  1. καθένας από δύο, είτε ο ένας είτε ο άλλος
    Either of us can do it.
    Καθένας από μας τους δύο μπορεί να το κάνει.
  2. και τα δύο, και ο ένας και ο άλλος
    I like either.
    Μου αρέσει και τα δύο.
     συνώνυμα: both
  3. (σε αρνητικές προτάσεις) ούτε το ένα ούτε το άλλο
    I do not like either.
    Δεν μου αρέσει ούτε το ένα ούτε το άλλο.
    → και δείτε τη λέξη neither

Επίρρημα[επεξεργασία]

either (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (σε αρνητικές προτάσεις) ούτε
    If you do not go, I will not either.
    Αν δεν πας, δε θα πάω ούτε και 'γώ.
    I haven’t read it and my wife hasn’t either.
    Δεν το έχω διαβάσει κι ούτε η γυναίκα μου το έχει διαβάσει.
    → δείτε τη λέξη neither

Προσδιοριστής[επεξεργασία]

either (en)

  1. οποιοσδήποτε, ένα από κάτι, είτε ο ένας είτε ο άλλος
    You can choose either movie, but not both.
    Μπορείς να διαλέξεις οποιαδήποτε ταινία, αλλά όχι και τις δύο.
    You can choose either of the two flavors, but not both.
    Μπορείτε να επιλέξετε μία από τις δύο γεύσεις αλλά όχι και τις δύο.
  2. και ο ένας και ο άλλος
    There are trees on either side of the street
    Υπάρχουν δέντρα και στη μια και στην άλλη πλευρά του δρόμου.
     συνώνυμα: both

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

either (en)

  • (either…or) είτε…είτε, ή…ή, για…για, παρουσιάζεται η τελευταία επιλογή με or
    He is either mad or drunk.
    Είναι είτε τρελός είτε μεθυσμένος.
    They will discuss it either before or after the lesson.
    Θα συζητήσουν ή πριν ή μετά το μάθημα.
    Humor is something that you either have (it) or you don’t (have it).
    Το χιούμορ είναι κάτι που ή το έχεις ή δεν το έχεις.
    You are either mad or do not know what you are talking about.
    Για είσαι τρελός για δεν ξέρεις τι λες.
    → και δείτε τον σύνδεσμο or

Πηγές[επεξεργασία]