embargo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

embargo (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɑ̃.baʁ.ɡo/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
embargo embargos

embargo (fr) αρσενικό



Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /emˈbaɾ.ɣo/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

embargo (es) αρσενικό (πληθυντικός: embargos)

  1. το εμπάργκο
  2. επανάκτηση
  3. κατάσχεση

Παράγωγα[επεξεργασία]



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

embargo (pl) ουδέτερο