empreinte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
empreinte empreintes

empreinte (fr) θηλυκό

  1. το ίχνος, το χνάρι,το αχνάρι
  2. το εκμαγείο