endoctrinement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
endoctrinement endoctrinements

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

endoctrinement (fr) αρσενικό