endow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | endow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | endows |
αόριστος | endowed |
παθητική μετοχή | endowed |
ενεργητική μετοχή | endowing |
Ρήμα[επεξεργασία]
endow (en)
- προικίζω, δίνω ένα μεγάλο χρηματικό ποσό σε ένα σχολείο, ένα κολέγιο ή άλλο ίδρυμα για να του εξασφαλίσω εισόδημα