entrepôt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
entrepôt entrepôts

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

entrepôt (fr) αρσενικό