eo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
eo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *hey-. Συγγενές με το αρχαία ελληνική εἶμι

eo

  1. έρχομαι
  2. πορεύομαι, πηγαίνω
  3. προσχωρώ
  4. φεύγω
  5. παρέρχομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]