equally
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | equally |
συγκριτικός | more equally |
υπερθετικός | most equally |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
equally (en)
- εξίσου, ίσα, ισότιμα, σε ίσα μέρη, ποσά κτλ.
- ↪ They shared the profits equally.
- Μοιράστηκαν εξίσου τα κέρδη.
- ↪ Divide them equally so no one is left complaining.
- Χώρισέ τα ίσα να μη μείνει κανείς παραπονεμένος.
- ↪ I share something equally.
- Μοιράζω κάτι στα ίσα.
- ↪ Representatives of all parties will participate equally in the debate.
- Στη συζήτηση θα συμμετάσχουν ισότιμα οι εκπρόσωποι όλων των κομμάτων.
- ↪ They shared the profits equally.
Πηγές[επεξεργασία]
- equally - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 388. ISBN 9780194325684., λήμμα: ίσ(ι)α