equally

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός equally
συγκριτικός more equally
υπερθετικός most equally

Ετυμολογία [επεξεργασία]

equally < equal + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

equally (en)

  1. εξίσου, ίσα, ισότιμα, σε ίσα μέρη, ποσά κτλ.
    They shared the profits equally.
    Μοιράστηκαν εξίσου τα κέρδη.
    Divide them equally so no one is left complaining.
    Χώρισέ τα ίσα να μη μείνει κανείς παραπονεμένος.
    I share something equally.
    Μοιράζω κάτι στα ίσα.
    Representatives of all parties will participate equally in the debate.
    Στη συζήτηση θα συμμετάσχουν ισότιμα οι εκπρόσωποι όλων των κομμάτων.

Πηγές[επεξεργασία]