espérantiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
espérantiste espérantistes

espérantiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εσπεραντικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
espérantiste espérantistes

espérantiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εσπεραντιστής - εσπεραντίστρια