exasperate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας exasperate
γ΄ ενικό ενεστώτα exasperates
αόριστος exasperated
παθητική μετοχή exasperated
ενεργητική μετοχή exasperating

Ρήμα[επεξεργασία]

exasperate (en)

Συνώνυμα[επεξεργασία]