exigo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

exigo < ex + ago

Ρήμα[επεξεργασία]

exigo (la)

  1. εξάγω, βγάζω
  2. εκδιώκω
  3. ωθώ
  4. αφήνω
  5. απαιτώ
  6. εισπράττω
  7. ρωτώ, εξετάζω, σκέφτομαι
  8. ολοκληρώνω
  9. διάγω
  10. ορίζω
  11. υπομένω, υποφέρω

Κλίση[επεξεργασία]