expansive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
expansive (en)
- επεκτάσιμος, που μπορεί να επεκταθεί
- εκτεταμένος, ευρύς
- an expansive research work - ευρύ ερευνητικό έργο
- (για άτομα) κοινωνικός και ομιλητικός