expensively

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός expensively
συγκριτικός more expensively
υπερθετικός most expensively

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
expensively < expensive + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

expensively (en)

  • ακριβά
    He/she dresses expensively.
    Ντύνεται ακριβά.