explosion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
explosion (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
explosion | explosions |
explosion (fr) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
explosion (sv)
- η έκρηξη
- ≈ συνώνυμα: sprängning
- ≠ αντώνυμα: implosion