extensible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
extensible < extend

Επίθετο

[επεξεργασία]

extensible (en)

  1. που μπορεί να επιμηκυνθεί
  2. επεκτάσιμος

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
extensible extensibles

Επίθετο

[επεξεργασία]

extensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εκτατός

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη étendre