fabella

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fabella (la) θηλυκό

  1. υποκοριστικό του fabula, ο μικρός μύθος, το μικρό δραματικό έργο
    αρχαία ελληνικά: μυθάριον, δραμάτιον
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική fabella fabellae
γενική fabellae fabellārum
δοτική fabellae fabellīs
αιτιατική fabellam fabellās
κλητική fabella fabellae
αφαιρετική fabellā fabellīs
(α' κλίση)

Σε αυτό το λήμμα έχει ενσωματωθεί κείμενο από το Λατινοελληνικό λεξικό του Ευστράτιου Δ. Τσακαλώτου του 1921, του οποίου τα πνευματικά δικαιώματα έχουν εκπνεύσει και είναι πλέον δημόσιο κτήμα.