fames

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Fames

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fames < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fames (la)

  1. πείνα, λιμός
  2. φτώχεια, πενία
  3. (για λόγο, ομιλία) ελάχιστη εκφραστική δυνατότητα
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική fames famēs
γενική famis famium
δοτική famī famibus
αιτιατική famem famēs/famīs
κλητική fames famēs
αφαιρετική fame famibus
(γ' κλίση)