favela

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fa.vɛ.la/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
favela favelas

favela (fr) θηλυκό