fenouil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fenouil | fenouils |
fenouil (fr) αρσενικό
- ο μάραθος
ενικός | πληθυντικός |
fenouil | fenouils |
fenouil (fr) αρσενικό