fenouil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fə.nuj/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fenouil fenouils

fenouil (fr) αρσενικό