fiel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fiel fiels

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fiel (fr) αρσενικό

  1. η χολή (ζώου)
  2. (μεταφορικά) η κακία

Συγγενικά[επεξεργασία]