filia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιντερλίνγκουα (ia)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
filia (ia)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
filia (la)
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | filia | filiae |
γενική | filiae | filiārum |
δοτική | filiae | filiīs |
αιτιατική | filiam | filiās |
κλητική | filia | filiae |
αφαιρετική | filiā | filiīs |
όταν είναι ανάγκη να γίνει διάκριση από τις αντίστοιχες πτώσεις του αρσενικού |
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
filia (pl) θηλυκό
- το υποκατάστημα ή το παράρτημα επιχείρησης ή οργανισμού